ἀλληλέγγυοι

ἀλληλέγγυοι
ἀλληλ-έγγυοι, α,
A mutual sureties, BGU1001 (i B. C.), 1106.41 (i B. C.) : sg., Hsch. Adv.

-ως Just.Edict.9.3

, Nov.99.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • αλληλέγγυος — α, ο επίρρ. α 1. αυτός που μαζί με άλλον ή άλλους έχει κοινές υποχρεώσεις και ευθύνες: Οι συνέταιροι σε μια επιχείρηση είναι αλληλέγγυοι. 2. το ουδ. ως ουσ., το αλληλέγγυο η αλληλεγγύη (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”